συνιερουργώ

συνιερουργώ
-έω, ΜΑ [ἱερουργῶ]
μσν.
τελώ ιεροπραξία, κυρίως το μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας, μαζί με άλλους ιερείς
αρχ.
προσφέρω θυσία μαζί με άλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”